χρυσιόβολλον

χρυσιόβολλον
τὸ, Μ
βλ. χρυσόβουλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χρυσόβουλλο — το / χρυσόβουλλον, ΝΜ, και δ. γρφ. χρυσιόβολλον Μ (στο Βυζ.) αυτοκρατορικό διάταγμα, σφραγισμένο με τη χρυσή σφραγίδα τού αυτοκράτορα μσν. σπαν. η χρυσή σφραγίδα τού αυτοκράτορα («χαρτία ἄγραφα τοῡ έβούλλωσε μὲ τὸ χρυσόβουλλόν του», Χρον. Μop.).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”